- ὀρχηστοπαλάριος
- ὀρχηστο-πᾰλάριος, ὁ,A one skilled in ὀρχηστοπάλη, Firm.8.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορχηστοπαλάριος — ὀρχηστοπαλάριος, ὁ (Α) έμπειρος στην ορχηστοπάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρχηστοπάλη + κατάλ. άριος (< λατ. arius)] … Dictionary of Greek